μελανιά

μελανιά
και μελανία, η (ΑM μελανία)
μαύρο στίγμα από μελάνι, μαύρη κηλίδα
νεοελλ.
1. μελανότητα τού δέρματος, ιδίως από πίεση ή χτύπημα, μελάνιασμα
2. (στον τ. μελανία) α) ο μελανιάς
β) ζωολ. γένος προσωβράγχιων γαστεροπόδων τών γλυκών νερών
μσν.-αρχ.
μαυρίλα, μελανότητα, σε αντιδιαστολή προς τη λευκότητα («διὰ τῶν λίθων τὴν ἀπὸ τῶν ἐκπυρώσεων μελανίαν», Στράβ.)
αρχ.
1. μαύρο νέφος
2. μαύρη βαφική ύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μελανία (< μέλας, -ανος + κατάλ. -ία) με συνίζηση (πρβλ. καρδία - καρδιά, πονηρία - πονηριά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μελανία — μελανίᾱ , μελανία blackness fem nom/voc/acc dual μελανίᾱ , μελανία blackness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελάνια — festival of Dionysus neut nom/voc/acc pl μελάνιον ink neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανίᾳ — μελανίαι , μελανία blackness fem nom/voc pl μελανίᾱͅ , μελανία blackness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανιά — η 1. κηλίδα από μελάνη: Τα έγγραφα ήταν γεμάτα μελανιές. 2. μαύρο σημάδι στο δέρμα από χτύπημα ή άλλη παθολογική αιτία: Έπεσα από τη σκάλα και γέμισα στα πόδια μελανιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μελανίας — μελανίᾱς , μελανία blackness fem acc pl μελανίᾱς , μελανία blackness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανίαι — μελανία blackness fem nom/voc pl μελανίᾱͅ , μελανία blackness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανίαν — μελανίᾱν , μελανία blackness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανιῶν — μελανία blackness fem gen pl μελανίζω to be black fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανίων — μελάνια festival of Dionysus neut gen pl μελάνιον ink neut gen pl μελαίνω blacken fut part act masc nom sg (doric) μελανέω pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρουφίνος Τυράννιος — (345 – 410). Λατίνος εκκλησιαστικός συγγραφέας. Αρχικά ήταν φίλος του Ιερώνυμου, αλλά αργότερα έγινε άσπονδος εχθρός του. Μαζί με την αριστοκρατικής καταγωγής ρωμαία Μελάνη ή Μελανία, ταξίδεψε στην Αίγυπτο και στην Παλαιστίνη, όπου χειροτονήθηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”